- Ὁμολωίδες
- Ὁμολώιοςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ФИВЫ — • Thebae, Θη̃βαι, 1. в древнейшее время Θήβη (Ноm. Od. 9, 264. 274), по беотийски Θει̃βαι, столица Беотии, была расположена среди холмистой, хорошо орошенной, очень плодородной равнины, годной особенно для коневодства. Согласно … Реальный словарь классических древностей
Ομολώιος — Ὁμολώϊος, ό, θηλ. Ὁμολωΐς (Α) [όμολος] 1. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός στις περιοχές τής Βοιωτίας και τής Θεσσαλίας 2. το θηλ. προσωνυμία τών θεών Δήμητρος και Αθηνάς στη Θήβα 3. (το αρσ.) α) ονομασία μήνα β) ονομασία όρους 4. φρ. «Ὁμολωΐδες… … Dictionary of Greek